αγγαστρώνω

αγγαστρώνω
βλ. γκαστρώνω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγγάστρι — αγγαστριά, αγγαστρώνω κ.λπ. βλ. γγάστρι, γγαστριά, γγαστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το α προθετικό] …   Dictionary of Greek

  • εγγαστρώνω — και αγγαστρώνω (Μ ἐγγαστρώνω και ἐγγαστρῶ, όω) γγαστρώνω, καθιστώ έγκυο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”